αστειεύομαι

αστειεύομαι
(AM ἀστειεύομαι)
μιλώ με τρόπο αστείο και ευχάριστο, όχι σοβαρά
νεοελλ.
φρ. αστειεύεσαι
φανερώνει έντονη άρνηση ή κατάφαση
αρχ.
μιλώ ή γράφω με εξυπνάδα και πειστικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αστειεύομαι — αστειεύομαι, αστειεύτηκα βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αστειεύομαι — και αστεΐζομαι εύτηκα, δε μιλώ σοβαρά, χωρατεύω, παίζω: Μην τον παρεξηγείς, ήθελε να αστειευτεί μαζί σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστειεύομαι — pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστειευόμενον — ἀστειεύομαι pres part mp masc acc sg ἀστειεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστειεύῃ — ἀστειεύομαι pres subj mp 2nd sg ἀστειεύομαι pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετωρίζομαι — αστειεύομαι, χωρατεύω …   Dictionary of Greek

  • ἀστειευόμενοι — ἀστειεύομαι pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστειευόμενος — ἀστειεύομαι pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστειεύεσθαι — ἀστειεύομαι pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστειεύεται — ἀστειεύομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”